- ἐπιθεώρει
- ἐπιθεωρέωexamine over againpres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπιθεωρέωexamine over againimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιθεωρεῖ — ἐπιθεωρέω examine over again pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιθεωρέω examine over again pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθεωρητής — ο 1. αυτός που επιθεωρεί 2. ανώτερος υπάλληλος που ελέγχει την καλή λειτουργία μιας δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας («επιθεωρητής εργασίας, στρατού, εκπαιδεύσεως» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθεωρώ. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού… … Dictionary of Greek
επισκέπτης — ο (θηλ. επισκέπτρια) (AM ἐπισκέπτης) μσν. νεοελλ. 1. αυτός που επισκέπτεται χώρο εκθέσεων, μουσείο κ.λπ. («οι επισκέπτες τής εκθέσεως») 2. αυτός που επισκέπτεται κάποιον στο σπίτι ή στο γραφείο του νεοελλ. τεχνίτης τής υπηρεσίας έλξεως… … Dictionary of Greek
Άκμπαρ — (Ουμαρκότ 1542 – Άγκρα 1605).Ο επιφανέστερος αυτοκράτορας της μογγολικής δυναστείας στην Ινδία. Έμεινε γνωστός ως ο κατεξοχήν Μέγας Μογγόλος (το όνομά του σημαίνει μέγας). Απόγονος του Ταμερλάνου και του Μπαμπέρ, ανέβηκε στον θρόνο 14 ετών και… … Dictionary of Greek
περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… … Dictionary of Greek
επιθεωρητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που επιθεωρεί, που κάνει τον έλεγχο. 2. ανώτερος υπάλληλος με αποστολή την εποπτεία και τον έλεγχο της κανονικής λειτουργίας κάποιας υπηρεσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)